Το δικαίωμα της ψήφου των Προέδρων των Δημοτικών και Τοπικών Κοινοτήτων στο Δημοτικό Συμβούλιο.

 Του Δημήτρη Κατσούλη
Σύνοψη Γνωμοδότησης 

Ο νομοθέτης καταστρώνει με το άρθρο 67, παρ.8  του ν. 3852/2010 την συμμετοχή των Προέδρων και Δημοτικών Κοινοτήτων στην συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου όταν συζητείται θέμα που αναφέρεται στην Κοινότητα. Ορίζεται ακριβώς ότι: «Στις συνεδριάσεις του δημοτικού συμβουλίου προσκαλούνται οι πρόεδροι των τοπικών και δημοτικών κοινοτήτων, καθώς και ο εκπρόσωπος της τοπικής κοινότητας όταν στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνονται ειδικά θέματα, που αφορούν τις αντίστοιχες κοινότητες. Για τα θέματα αυτά, τα ανωτέρω πρόσωπα μετέχουν στη συζήτηση με δικαίωμα ψήφου. Σε περίπτωση μη πρόσκλησης, η σχετική απόφαση του δημοτικού συμβουλίου είναι άκυρη.». Εν συνεχεία ο νομοθέτης αποσαφηνίζει την έννοια «ειδικά θέματα» ως τα θέματα που αφορούν ειδικά την δημοτική ή τοπική κοινότητα. Συγκεκριμένα,  με άρθρο 81, παρ.1, στοιχ. β΄εδ. γ΄ του ν. 3852/2010 ορίζει την συμμετοχή των Προέδρων και Δημοτικών Κοινοτήτων ως εξής:  «Συμμετέχει στις συνεδριάσεις του δημοτικού συμβουλίου, στις οποίες καλείται υποχρεωτικά με δικαίωμα ψήφου, όταν στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνεται θέμα που αφορά ειδικά την αντίστοιχη δημοτική κοινότητα». Ομοίως  για τον Πρόεδρο ή τον εκπρόσωπο της Τοπικής Κοινότητας ορίζεται στο άρθρο 80, παρ.3, εδ. β του ν. 3852/2010 ότι «Ο πρόεδρος του συμβουλίου της τοπικής κοινότητας και ο εκπρόσωπος της τοπικής κοινότητας μετέχει στις συνεδριάσεις του δημοτικού συμβουλίου με δικαίωμα ψήφου, όταν στην ημερήσια διάταξη περιλαμβάνεται θέμα που αφορά ειδικά την αντίστοιχη τοπική κοινότητα». Κοινή συνισταμένη των ανωτέρω διατάξεων είναι: η συμπερίληψη στην Ημερήσια Διάταξη θέματος «που αφορά ειδικά την αντίστοιχη δημοτική (ή τοπική) κοινότητα». Ο νομοθέτης απαιτεί την ύπαρξη ειδικής σχέσης του θέματος με την Κοινότητα.
Εν προκειμένω η έννοια της «ειδικής σχέσης» αναφέρεται σε αντιδιαστολή με την γενική σχέση των θεμάτων προς το σύνολο ή μέρος της εδαφικής περιφέρειας του Δήμου. Η ειδική σχέση συνεπώς ισοδυναμεί με την αποκλειστικότητα του θέματος, δηλαδή πρέπει να αφορά αποκλειστικά την συγκεκριμένη τοπική ή δημοτική κοινότητα. Ακόμη μάλιστα και εάν το θέμα αναφέρεται σε περισσότερες της μίας τοπικές ή δημοτικές κοινότητες η ψήφος του προέδρου πρέπει να προσμετράται ειδικά ανά τοπική ή δημοτική κοινότητα και όχι στην γενική πλειοψηφία.

Καταργούνται οι διατάξεις του "Καλλικράτη" για την αντιμισθία των αιρετών


Άρθρο του Δημήτρη Κατσούλη
Νομικού, τέως Δημάρχου Αυλώνος

  
Στο άρθρο 22 του Σχεδίου Νόμου «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, Μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων» που κατατέθηκε στην Βουλή, στην παρ.3 περιλαμβάνεται η ακόλουθη διάταξη; «Η αντιμισθία των Περιφερειαρχών, Αντιπεριφερειαρχών και Προέδρων των Περιφερειακών Συμβουλίων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) δευτέρου βαθμού, καθώς και των Δημάρχων, Αντιδημάρχων και Προέδρων των Δημοτικών Συμβουλίων και Γενικών Γραμματέων των Ο.Τ.Α πρώτου βαθμού καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης».
Σήμερα η αντιμισθία των αιρετών των Δήμων και των Περιφερειών έχει υποστεί σημαντική μείωση σε σχέση με τα εκείνη που κατέστρωνε ο νόμος 3852/2010. Συγκεκριμένα ο νομοθέτης με το άρθρο 92, παρ.1 έως 3 όριζε ότι:  «1. Οι δήμαρχοι, οι αντιδήμαρχοι και οι πρόεδροι δημοτικών συμβουλίων, λαμβάνουν αντιμισθία η οποία καταβάλλεται από το δήμο. 2. Η αντιμισθία των δημάρχων σε δήμους με πληθυσμό άνω των εκατό χιλιάδων (100.000) κατοίκων είναι ισόποση με το σύνολο των πάσης φύσεως αποδοχών του Γενικού Γραμματέα Υπουργείου, των δημάρχων των δήμων με πληθυσμό από είκοσι χιλιάδες (20.000) έως εκατό χιλιάδες (100.000) κατοίκους είναι ισόποση με το ογδόντα τοις εκατό (80%) των ανωτέρω αποδοχών και των δημάρχων των δήμων με πληθυσμό κάτω των είκοσι χιλιάδων (20.000) κατοίκων είναι ισόποση με το εξήντα τοις εκατό (60%) των ανωτέρω αποδοχών. 3. Οι αντιδήμαρχοι λαμβάνουν το πενήντα τοις εκατό (50%) της αντιμισθίας που αναλογεί στο δήμαρχο, ενώ οι πρόεδροι των δημοτικών συμβουλίων λαμβάνουν το σαράντα τοις εκατό (40%) αυτής» ενώ με το άρθρο 181, παρ.1 έως 3 όριζε ότι: «1. Οι περιφερειάρχες, οι αντιπεριφερειάρχες, οι πρόεδροι των περιφερειακών συμβουλίων δικαιούνται αντιμισθίας, η οποία καταβάλλεται από την περιφέρεια. 2. Η αντιμισθία του περιφερειάρχη είναι ισόποση με τις κάθε είδους αποδοχές, τα έξοδα παράστασης και τα επιδόματα ή προσαυξήσεις του Γενικού Γραμματέα Υπουργείου. 3. Στον αντιπεριφερειάρχη και στον πρόεδρο του περιφερειακού συμβουλίου καταβάλλεται αντιμισθία ίση με το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) της αντιμισθίας του περιφερειάρχη». Ο νομοθέτης με τις παραπάνω διατάξεις του ν.3852/2010 αναγνωρίζει και καταστρώνει την αντιμισθία των αιρετών των Δήμων και των Περιφερειών με κριτήριο την αντιμισθία του Γενικού Γραμματέα Υπουργείου, δηλαδή ένα κριτήριο που αντιστοιχεί στο κύρος της ιδιότητας των αιρετών κατά αναλογία με την καταστατική θέση των αιρετών στις Ευρωπαϊκές Χώρες. Είχε προηγηθεί η πρόβλεψη της αντιμισθίας αντί των εξόδων παράστασης με τον Δημοτικό Κώδικα του 2006 (ν.3463/2006).
Πριν από αυτό το 2006 μεν αξίωμα των αιρετών εθεωρείτο άμισθο και ο νόμος προέβλεπε μόνο έξοδα παράστασης τα έξοδα δε καθόριζε με ΚΥΑ των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών η εκάστοτε Κυβέρνηση. Κριτήριο ήταν η κλιμάκωση των τακτικών εσόδων των Δήμων.
Βέβαια από το 2010 έως σήμερα στο πλαίσιο των εφαρμοστικών μνημονιακών νόμων και η αντιμισθία του Γενικού Γραμματέα μειώθηκε (κατά 18,88%) αλλά και οι αντιμισθίες των αιρετών, ιδίως της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης μειώθηκαν επιπλέον. Υπολογίζεται ότι την περίοδο 2011-2013 η μείωση ανέρχεται σε 26,99% για τους Δημάρχους και Αντιδημάρχους και 61,57% για τους Προέδρους Δημοτικών Συμβουλίων (βλ. Δημήτρη Κατσούλη: Μελέτη για την Καταστατική Θέση των Αιρετών, ΙΤΑ 2013, σ.91, http://www.ita.org.gr/library/downloads/Docs//meleti%20gia%20tin%20katastatiki%20thei%20tvn%20airetvn.pdf  ).
Έχει επισημανθεί ότι η καθιέρωση της αντιμισθίας αντί των εξόδων παράστασης αποτελούσε θετικό βήμα προς την αναβάθμιση της καταστατικής θέσης των αιρετών της αυτοδιοίκησης ενσωματώνοντας εν προκειμένω, έστω και δειλά, το “ευρωπαϊκό κεκτημένο” της αυτοδιοίκησης και ιδίως τις επιταγές του Ευρωπαϊκού Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας. Η σύνδεση με τον μισθό του Γενικού Γραμματέα ήταν ένα αποδεκτό κριτήριο αν και η ΚΕΔΕ πρόσφατα ζήτησε να αποτελεί κριτήριο η βουλευτική αποζημίωση με το σκεπτικό ότι πρόκειται για όργανα- φορείς άμεσης πολιτικής εντολής, τόσο οι Δήμαρχοι όσο  και οι Περιφερειάρχες.
Με την προτεινόμενη από το Σχέδιο Νόμου ρύθμιση η καταστατική θέση των αιρετών, ως προς την αντιμισθία, ξαναγυρίζει στο προ του 2006 νομικό πλαίσιο. Καταργείται το σταθερό κριτήριο του μισθού του Γενικού Γραμματέα, δεν καθορίζεται άλλο κριτήριο και πλέον θα αποφασίζει γιαυτό η Κυβέρνηση με ΚΥΑ που υπογράφουν οι Υπουργοί Οικονομικών και Εσωτερικών, με τον πρώτο πάντως να έχει την πρωτοβουλία. Το πλήγμα στην καταστατική θέση των αιρετών είναι καίριο. Λαμβανομένου υπόψη ότι η καταστατική θέση δεν είναι  σύνοψη προνομίων αλλά θεσμικό πλαίσιο λειτουργικών και οικονομικών ρυθμίσεων που στοχεύουν στην αποτελεσματική άσκηση της αποστολής των αιρετών, το πλήγμα σε αυτήν είναι πλήγμα για την τοπική δημοκρατία.
Εξίσου απαξιωτική για την τοπική δημοκρατία και τους αιρετούς ως φορείς πολιτικής εντολής και μάλιστα άμεσης και αδιαμεσολάβητης είναι η συμπερίληψη της ανωτέρω διάταξη σε άρθρο που ορίζεται ως «καθορισμός αποδοχών ειδικών κατηγοριών» στο μέρος του  Σχεδίου που αναφέρεται στο μισθολόγιο των Δημοσίων Υπαλλήλων. Επιβεβαιώνεται έτσι δυστυχώς η αντίληψη που επικρατεί στα κέντρα της κεντρικής εξουσίας για την αυτοδιοίκηση και την τοπική δημοκρατία όπως υπογραμμίζουμε σε και σε πρόσφατο άρθρο μας (βλ. Δημήτρης Κατσούλης: Τοπικής Δημοκρατίας Αγώνας Άγονος http://dimitriskatsoulis.blogspot.gr/2015/12/blog-post.html) .
Θα πει ίσως κάποιος: εδώ έχει απαξιωθεί το «σύμπαν» και εσύ ασχολείσαι με την αντιμισθία των αιρετών; ή άλλος «από πίτα που δεν τρως τι σε νοιάζει αν καεί ». Δεν είναι όμως έτσι. Οι μάχες για την διεύρυνση της Δημοκρατίας, για την αναβάθμιση της πολιτικής και την αναγνώριση των λειτουργιών της δημοκρατικής πολιτικής εντολής και των φορέων της μπορεί να  συνεχίζει να χάνεται στις λεπτομέρειες, όπου «συνήθως κρύβεται και διάβολος του συγκεντρωτισμού και του καθεστωτισμού ». Σε τελική ανάλυση η κατοχύρωση της καταστατικής θέσης των αιρετών υπήρξε μία πτυχή  θετικής μεταρρύθμισης, είναι κρίμα να ξηλώνεται. 

Τοπικής Δημοκρατίας Αγώνας Άγονος

Άρθρο του Δημήτρη Κατσούλη
www.dimitriskatsoulis.blogspot.gr
dimitris.katsoulis@hotmail.com

Η διοικητική αυτοτέλεια -που κατά την έννοια της συνταγματικής κατοχύρωσης είναι συνώνυμη της “τοπικής αυτονομίας” όπως αυτή ορίζεται και καταστρώνεται στο άρθρο 3 του Ευρωπαϊκού Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας (κυρωτικός νόμος 1850/1990) - αποτελεί το θεμέλιο της τοπικής αυτοδιοίκησης στην ελληνική αλλά και στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Στον σκληρό πυρήνα της είναι η ελευθερία δράσης και πρωτοβουλίας των αιρετών οργάνων που ηγούνται, ως εντολοδόχοι των αντίστοιχων τοπικών κοινωνιών, στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης κάθε βαθμίδας. Η ελευθερία των αιρετών οργάνων περιορίζεται από την τήρηση της νομιμότητας και την πολιτική εντολή την οποία έχουν λάβει από το εκλογικό σώμα, ως όργανα και αυτά της λαϊκής κυριαρχίας. Εκείνο δε που καθορίζει το περιεχόμενο της πολιτικής εντολής είναι τόσο ο προγραμματικός λόγος που ενέκρινε το εκλογικό σώμα όσο και η διαρκής εξειδίκευση και στάθμιση του δημοσίου τοπικού συμφέροντος
Η κατοχύρωση της διοικητικής αυτοτέλειας ή της τοπικής αυτονομίας στην πράξη προϋποθέτει την  συνδρομή και άλλων προϋποθέσεων πέραν της νομικής της διάστασης. Προϋποθέτει την οικονομική αυτοτέλεια, αυτοδυναμία και επάρκεια πόρων  αλλά και την λειτουργική, οργανωτική και  επιχειρησιακή αυτάρκεια και επάρκεια. Υπό αυτή την έννοια  είναι ένας διαρκής στόχος κατάκτησης, διεύρυνσης και κατοχύρωσης τον οποίο οι αιρετές αρχές έχουν υποχρέωση να επιδιώκουν διότι μόνο τότε ανταποκρίνονται στον σκληρό πυρήνα της πολιτικής εντολής που είναι η άσκηση των τοπικών ελευθεριών προς όφελος του πολίτη και του τοπικού δημοσίου συμφέροντος αλλά και η εφαρμογή της λαϊκής κυριαρχίας σε τοπικό επίπεδο.
Εξάλλου η οργάνωση, λειτουργία και εμβάθυνση των θεσμών της τοπικής δημοκρατίας αποτελεί ζωτικό όρο για την οργάνωση και την λειτουργία της Δημοκρατικής Πολιτείας σε αντίθεση με  συγκεντρωτικά πρότυπα οργάνωσης του πολιτικού και διοικητικού συστήματος που αποτελούν γνώρισμα των κατ΄ επίφαση μόνο, δηλαδή των δήθεν δημοκρατικών καθεστώτων.
Αρκεί να σκεφθούμε ότι η Ελλάδα, παρά τις κατά καιρούς μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της τελευταίας 30ετίας εξακολουθεί να είναι ένα από τα πλέον συγκεντρωτικά κράτη, για να αναλογιστούμε πόσο δρόμο έχουμε ακόμη για την πραγματική Δημοκρατική Πολιτεία. Ο δρόμος είναι ακόμη μακρύτερος και δύσβατος εάν αναμετρηθούμε με την συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων αλλά και του κράτους δικαίου στα πέντε- έξι  τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και της επιτήρησης που διανύουμε, χρόνια στα οποία αφυδατώνεται εντέχνως και καθοριστικά το περιεχόμενο των θεσμικών ελευθεριών της τοπικής αυτοδιοίκησης προς δόξα του συγκεντρωτισμού.
Γιαυτό ο αγώνας για ενίσχυση της Αυτοδιοίκησης και της Αποκέντρωσης, δηλαδή για ενίσχυση της τοπικής δημοκρατίας είναι αγωνιώδης αλλά  ταυτόχρονα αποβαίνει και άγονος όσο οι κατά καιρούς μεταρρυθμίσεις  που προβάλλονται ως εφαλτήρια χειραφέτησης της αυτοδιοίκησης τελικά καταλήγουν δεσμά νέας χειραγώγησης διότι εφαρμόζονται από τις Κυβερνήσεις με αυτή την στόχευση.
Τα γράφουμε αυτά γιατί ακούμε κατά καιρούς μεγάλα λόγια από τους εκάστοτε κυβερνώντες, τους χθεσινούς  και τους σημερινούς, λόγια όμως που δεν συνοδεύονται από αντίστοιχες πολιτικές και κυρίως πολιτικές πράξεις. Απλώς ανακυκλώνουν πολιτικές και προγραμματικές φανφάρες διακηρύξεων που δεν θα γίνουν πράξη όσο πίσω από αυτές υπάρχει, ακόμη εάν κρύβεται, η πρόσδεση στον συγκεντρωτισμό που διατρέφει κάθε μορφής μηχανισμούς διαχείρισης προς όφελος της  πολιτικής, διοικητικής, κομματικής και οικονομικής εξουσίας και εκτρέφει την διαπλοκή και την διαφθορά στο κέντρο και την καρδιά της Πολιτείας.
Τα γράφουμε αυτά όχι γιατί δεν αφορούν και τους αιρετούς της αυτοδιοίκησης που συνήθως αναπαράγουν τα πρότυπα της κεντρικής πολιτικής ζωής, αλλά ακριβώς και γιατί τους αφορούν άμεσα. Σε ένα πολιτικό σύστημα που συγκεντρώνει στο κέντρο του την εξουσία και φοβάται την διάχυσή της, το πολιτικό προσωπικό είτε λειτουργεί στην Βουλή, είτε στους Δήμους και τους κοινωνικούς φορείς, είτε στα κεντρικά όργανα είτε στα τοπικά όργανα των κομμάτων, έχει μάθει να προσαρμόζεται και να υπηρετεί την ιδέα του συγκεντρωτισμού ακόμη και όταν ομνύει στην αποκέντρωση. Ο συγκεντρωτισμός πέρα από μορφή οργάνωσης ενός συστήματος είναι φιλοσοφία, αντίληψη και τεχνική εξουσίας. 
Τα γράφουμε αυτά γιατί δυστυχώς βλέπουμε όσους στον πολιτικό τους λόγο υπεράσπιζαν το «δημοκρατικό κεκτημένο» της αυτοδιοίκησης, στην κυβερνητική και εντέλει καθεστωτική τους πρακτική να επιδιώκουν την χειραγώγηση και την ακύρωση της ελευθερίας των αιρετών της αυτοδιοίκησης να αποφασίζουν για τα θέματα της πόλης τους.