Εξαίρεση των επενδύσεων των δήμων από τον υπολογισμό ελλείμματος και χρέους ζητά η ευρωπαϊκή Τ.Α.


Του Ράλλη Γκέκα,
 Δρ Οικονομικών Τοπικής Αυτοδιοίκησης

 Αναδημοσίευση από: www.localit.gr/

Την Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015, συνεδριάζει η επιτροπή οικονομικών εμπειρογνωμόνων του CEMR (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Δήμων και Περιφερειών) με θέμα: «Αναζωογόνηση τοπικών δημόσιων επενδύσεων. Απαιτείται ευελιξία των ισχυόντων κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης».
Σύμφωνα με την εισήγηση, πολλοί Ευρωπαϊκοί δήμοι αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα. Αυτό οφείλεται αφενός μεν στην αύξηση της ζήτησης Τοπικών Δημόσιων Αγαθών και Υπηρεσιών, από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, αφετέρου δε στη μείωση των ιδίων εσόδων τους και των επιχορηγήσεων, όπως επίσης στον περιορισμό πρόσβασης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Δυστυχώς, η οικονομική πολιτική των δήμων, επιφορτίζεται ακόμα περισσότερο από τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ, οι οποίοι θεσπίστηκαν ή τροποποιήθηκαν προς το χειρότερο, από την έναρξη της κρίσης.
Το πιο πρόσφατο πρόβλημα που δημιουργήθηκε από τις παρεμβάσεις της ΕΕ έχει προκύψει από την ερμηνεία του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ). Τα οικονομικά της Τοπικής Αυτοδιοίκησης συμπεριλαμβάνονται στο κριτήριο του ελλείμματος και του χρέους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, (3% ανώτατο όριο του ελλείμματος και κάτω από το 60% του ΑΕΠ, του δημόσιου χρέους), με εν μέρει διαφορετικές εθνικές εφαρμογές. Είναι προφανές ότι αυτοί οι κανόνες περιορίζουν τις τοπικές αρχές και ιδιαίτερα τις επενδύσεις, που στηρίζουν την ανάπτυξη και αποβαίνουν προς όφελος του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας.
Η προβληματική αυτή εφαρμογή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης απαιτεί οι δημόσιες επενδύσεις να συνυπολογίζονται στις ετήσιες συνολικές δαπάνες και έσοδα. Αυτό οδηγεί στο να μην υπάρχει διάκριση μεταξύ του χρέους για επενδύσεις και του χρέους για χρηματοδότηση μη επενδυτικών δράσεων.
Η διάρθρωση των τοπικών δημόσιων επενδύσεων παρουσιάζεται στο παρακάτω γράφημα. Από τον τρόπο διάρθρωσης τους αναδεικνύεται ο σημαντικός τους ρόλος όχι μόνο στην τοπική ανάπτυξη, αλλά στη συνολική μακροοικονομική συμπεριφορά της οικονομίας.

Για μία ακόμη φορά πλήττεται η διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια των ΟΤΑ με την απαλλαγή των παραχωρησιούχων από τα ανταποδοτικά τέλη.

Το νομοσχέδιο των προαπαιτουμένων των τρίτου Μνημονίου περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων και διάταξη με την οποία απαλλάσσει τους παραχωρησιούχους των μεγάλων έργων του Δημοσίου, του ΤΑΙΠΕΔ και – θεωρητικά- των ΟΤΑ από την καταβολή των ανταποδοτικών τελών  προς τους οικείους Δήμους. Η διάταξη αυτή έχει συνέπειες αρνητικές για τους Δήμους και κινείται, όπως σχεδόν όλες οι αντίστοιχες μνημονιακές διατάξεις που χειραγώγησαν την Τοπική Αυτοδιοίκηση, σε δύο επίπεδα: αδιαφορία για τις αρνητικές συνέπειες στους οικονομικούς πόρους των Δήμων και συνακόλουθα στην ακύρωση της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 102 Συντ. για την οικονομική αυτοτέλεια των ΟΤΑ και την υποχρέωση του νομοθέτη να την διασφαλίζει και παράλληλα απαξίωση  της αυτοδιοίκησης και ισοπέδωσης κάθε έννοιας διοικητικής και πολιτικής αυτοτέλειας.
Στην συνέχεια παραθέτουμε το κείμενο με τις  με τις παρατηρήσεις του Νομικού Συμβούλου της Κ.Ε.Δ.Ε. για το περιεχόμενο της σχετικής νομοθετικής διάταξης που προωθείται από το Υπουργείο Οικονομικών, αρμοδιότητας ΥΠΕΣΔΑ, υπό τον τίτλο «ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ».

«Το Υπουργείο Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης εισηγήθηκε νομοθετική πρόταση για την απαλλαγή των παραχωρησιούχων του Δημοσίου, του ΤΑΙΠΕΔ και των ΟΤΑ, από την καταβολή όλων συλλήβδην των ανταποδοτικών τελών προς τους Δήμους. Η νομοθετική αυτή πρόταση κατετέθη χωρίς ποτέ να ζητηθεί η γνώμη ούτε να ενημερωθεί ο θεσμικός φορέας εκπροσώπησης των Δήμων, η ΚΕΔΕ η οποία έλαβε γνώση της διάταξης «κατόπιν εορτής» δηλαδή μετά την κατάθεση του επίμαχου πολυνομοσχεδίου στη Βουλή.
Συγκεκριμένα η κατατεθείσα διάταξη έχει ως εξής: «Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 82 του από 24-9/20-10-1958 β.δ/τος (Α 171) αναριθμούνται σε 5 και 6 και προστίθενται νέες παράγραφοι 3 και 4 ως εξής:
 «3. Δεν επιβάλλονται ανταποδοτικά τέλη από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες προς τους οποίους το ελληνικό δημόσιο ή το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Δημοσίου ΑΕ ή Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν αναθέσει την παροχή υπηρεσίας ή την εκτέλεση έργου, με σύμβαση παραχώρησης εφόσον στην εν λόγω σύμβαση προβλέπεται ότι οι σχετικές υπηρεσίες παρέχονται από τα ανωτέρω πρόσωπα ή οντότητες.
4. Ανταποδοτικά τέλη της προηγούμενης παραγράφου και κάθε είδους συναφείς κυρώσεις που έχουν καταβληθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος δεν αναζητούνται, εκτός αν αφορούν εκτέλεση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης. Με την επιφύλαξη του προηγούμενου εδαφίου, βεβαιωμένες οφειλές τέτοιων ανταποδοτικών τελών ή συναφών κυρώσεων διαγράφονται, κατόπιν διαπιστωτικής απόφασης του οικείου οργάνου των ΟΤΑ»