Κόμματα και Τοπική Αυτοδιοίκηση

Το ετήσιο τακτικό συνέδριο της ΚΕΔΕ στη Θεσσαλονίκη έκλεισε πριν λίγο την αυλαία του. Δεν υπήρξε ασφαλώς κατώτερο των περιστάσεων, αποτύπωσε ακριβώς την κατάσταση που επικρατεί στο πολιτικό σύστημα και στην πρωτοβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση. Ως προς αυτή την κατάσταση οι πρωταγωνιστές υπήρξαν ειλικρινείς και ανταποκρίθηκαν στους ρόλους. Η πραγματικότητα της Αυτοδιοίκησης που βρίσκεται πλέον στο περιθώριο του παρακμιακού πολιτικού συστήματος  έχει πια εδραιωθεί.
Η μεν Κυβέρνηση, εμφανώς και χωρίς προκάλυψη αντιλαμβάνεται τη θέση της Αυτοδιοίκησης και συνακόλουθα την πολυεπίπεδη διάρθρωσή της ως πεδίο αμφισβήτησης της κυριαρχίας στο Κεντρικό Κράτος και προκρίνει το εκλογικό σύστημα ως μέσον για να ενισχύσει τις δυνάμεις της στο τοπικό κράτος. Συγκυριακή ή και στρατηγική – δεν έχει τόση διαφορά ή σημασία- επιλογή της η σύγκρουση με μοχλό την αλλαγή του εκλογικού συστήματος, συνοδευόμενης ή μη από την αλλαγή των θεσμικών ημερομηνιών και την επίσπευση των αυτοδιοικητικών εκλογών. Υπονομεύει έτσι τη διακηρυγμένη πρόθεσή της να αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο ενισχύοντας την Αποκέντρωση και την Αυτοδιοίκηση.
Η  δε Αξιωματική Αντιπολίτευση δια του αρχηγού της διακήρυξε με απόλυτη σαφήνεια το περίγραμμα του «μέλλοντος» που προδιαγράφει για την Αυτοδιοίκηση όταν αναλάβει την διακυβέρνηση. Τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει εκτός από όσα όλοι γνωρίζουν. Οι όποιες βαθιές αλλαγές παραπέμπονται στο απώτερο και αόριστο μέλλον. Ένα είναι σίγουρο πάντως, δεν φαίνεται να στοχεύει στην μετατόπιση της Αυτοδιοίκησης από το περιθώριο στο επίκεντρο του πολιτικού και διοικητικού συστήματος. Παράπλευρες στοχεύσεις ή αμήχανες εξαγγελίες οι αλλαγές που υπαινίχθηκε στο οικονομικό πλαίσιο της Αυτοδιοίκησης οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν προμηνύουν τη βελτίωσή του και την ανάκτηση της οικονομικής αυτοτέλειας αλλά μάλλον νέα βάρη θα προσθέσουν. Ούτε λόγος φυσικά για τη πολύπαθη διοικητική αυτοτέλεια. Αμήχανη επίσης και η διακήρυξη για τη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας των Δήμων δεδομένου ότι μάλλον αγνοείται η αποκαρδιωτική πραγματικότητα.
Οι θέσεις των άλλων κομμάτων έχουν μικρότερη σημασία στην Ελλάδα της παρακμής και του αδιέξοδου διπολισμού. Έτσι και αλλιώς δεν έχουν την πολιτική βαρύτητα όσο κινούνται στην σκιά του διπολισμού της παρακμής για να επηρεάσουν την θέση της Αυτοδιοίκησης.
Και η Αυτοδιοίκηση τι κάνει;
Τίποτε διαφορετικό από ότι έκανε τα τελευταία χρόνια. Αποδέχεται τη μοίρα της σκιαμαχώντας. Και επειδή αυτό δεν οδηγεί πουθενά αποδέχεται να παίζει το παιχνίδι του παρακμιακού διπολισμού δουλεύοντας για τη μάχη του κεντρικού πολιτικού συστήματος.
Μπορεί να κάνει κάτι διαφορετικό; Ίσως όχι πέρα από την βελτίωση ορισμένων τομέων της δράσης της και από την προώθηση μικρών βημάτων για την ενίσχυση της θέσης της. Γιατί ασφαλώς δεν μπορεί η Αυτοδιοίκηση και οι αιρετοί να αλλάξουν τη χώρα, όταν δεν μπορούν να επηρεάσουν και να αλλάξουν τις επιλογές ούτε των πολιτικών σχηματισμών στους οποίους οι αιρετοί εντάσσονται.
Το πρόβλημα στις σχέσεις κεντρικού και τοπικού πολιτικού συστήματος δεν είναι οι θεσμικές καταστρώσεις, η οικονομική υποταγή και η λειτουργική χειραγώγηση, είναι πρωτίστως η συγκεντρωτική δομή και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, ακόμη και τώρα στα χρόνια της παρακμής, που αναπαράγει την υπεροχή της κεντρικής εξουσίας και χειραγωγεί το τοπικό πολιτικό προσωπικό. Όσο η δημοκρατία και η αποδοχή της αποκεντρωμένης δομής στην κομματική εξουσία είναι καταστάσεις άγνωστες για το κομματικό σύστημα τόσο και οι αιρετοί της τοπικής αυτοδιοίκησης θα εμπεδώνουν, στη λειτουργία και την αντίληψή τους, την χειραγώγηση από τον πολιτικό συγκεντρωτισμό. Γιαυτό εξάλλου πολλοί αντιλαμβάνονται τα όρια της διοικητικής αυτοτέλειας ως αμυντικά όρια ενός δικού τους πεδίου εξουσίας παραχωρημένου και νομιμοποιημένου από το κεντρικό πολιτικό σύστημα.
Τελικά το τι λέγεται σε ένα Συνέδριο δεν έχει μεγάλη σημασία. Ακόμη και η εκπόνηση θέσεων και μελετών θεωρητικού περιεχομένου ή η σύνταξη επιχειρησιακών σχεδίων που μοχλεύουν πόρους στην αγορά της «αυτοδιοικητικής τεχνογνωσίας» μικρή αποδοτικότητα έχει. Όποιος θέλει να αλλάξει τη θέση της Αυτοδιοίκησης στο πολιτικό και διοικητικό σύστημα και από το περιθώριο να την βάλει στο κέντρο έχει μόνο μία επιλογή. Να αλλάξει τους στόχους, την αντίληψη και τελικά το πρόγραμμα του πολιτικού σχηματισμού στον οποίο ο ίδιος εντάσσει τον εαυτό του και από τον οποίο προσδοκά την αποδοχή. Με άλλα λόγια, αντί να συσκοτίζουν  με φλυαρίες και γραφικότητες τύπου «κόμμα της Αυτοδιοίκησης»  να επιχειρήσουν να εμπεδώσουν στα κόμματα την αντίληψη ότι δεν μπορεί να είναι μόνο κόμματα του κεντρικού πολιτικού συστήματος αλλά να μεταβληθούν σε κόμματα της δημοκρατικής πολυεπίπεδης διακυβέρνησης.
Αλλά για ποια κόμματα μιλάμε τώρα; Για εκείνα προφανώς που είτε με την μία είτε με την άλλη μορφή μπορούν να καταστούν υποκείμενα Αλλαγής για μία  νέα Πολυεπίπεδη Δημοκρατική Πολιτεία, αυτή που είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη για να αναγεννηθεί η Ελλάδα και να διαδραματίσει και αυτή ισότιμο ρόλο σε μία νέα Δημοκρατική Ευρώπη.
Με άλλα λόγια, όσο δεν υπάρχουν τα Υποκείμενα της Αλλαγής η πραγματική Αλλαγή που έχει ανάγκη ο τόπος και η προσδοκία μίας άλλης ισχυρής πολυεπίπεδης διακυβέρνησης δεν θα επέλθει και όλα όσα λέγονται για Μεταρρυθμίσεις και Νέους Καλλικράτηδες είναι «όνειρα θερινής νυκτός» για κάποιους και για άλλους νέες ασκήσεις και εφαρμογές  χειραγώγησης και περιθωριοποίησης.
Εν κατακλείδι, η πρόταξη της Μητέρας των Μεταρρυθμίσεων, δηλαδή της ανακατανομής εξουσίας- πόρων και προσωπικού μεταξύ επιτελικού κεντρικού κράτους, Περιφερειών και Δήμων είναι ορθή επιλογή και αποτελεί την κρίσιμη, ικανή και αναγκαία προϋπόθεση για να δομηθεί η πολυεπίπεδη δημοκρατική Πολιτεία. Όλες οι άλλες Μεταρρυθμίσεις γεννώνται από την Μεταρρύθμιση Μητέρα, και το σύστημα διακυβέρνησης και η οικονομική αυτοδυναμία και η λειτουργική αυτάρκεια.
Η απέχθεια του κεντρικού πολιτικού συστήματος σε αυτή την Μητέρα των Μεταρρυθμίσεων είναι εξάλλου και η βασική αιτία της αφυδάτωσης των μεγάλων όντως μεταρρυθμίσεων που προηγήθηκαν στην ελληνική Αυτοδιοίκηση. Χωρίς αυτήν όμως η Ελλάδα θα συνεχίσει να είναι το πιο συγκεντρωτικό και καχεκτικό κράτος της Ευρώπης.
Η Κυβέρνηση δεν μπορεί να επιδιώκει την περισσότερη δημοκρατία χωρίς να προτάσσει την ανακατανομή εξουσίας. Η τοπική δημοκρατία δεν καταξιώνεται από τις ατέρμονες δημοκρατικές διαδικασίες ανίσχυρων και χωρίς εξουσία Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η τοπική δημοκρατία καταξιώνεται όταν τα υποκείμενά της πολιτικής εντολής έχουν μεγάλο μερίδιο εξουσίας γιατί τότε μόνο αποκτά περιεχόμενο και η εγγύτητα και η άμεση συμμετοχή των πολιτών στη λειτουργία των θεσμών.
Από την άλλη πλευρά, το σύστημα διακυβέρνησης είναι πάντα ο μοχλός άσκησης της πολιτικής εντολής η οποία αποκτά δυναμική όταν αναφέρεται σε ισχυρό μερίδιο εξουσίας. Το εκλογικό σύστημα είναι η διαδικασία ανάθεσης της πολιτικής εντολής και γιαυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το σύστημα διακυβέρνησης. Η δημοκρατία και η αποτελεσματικότητα είναι οι δύο εκφάνσεις του ίδιου νομίσματος. Συνεπώς η απομόνωση του εκλογικού συστήματος από το σύστημα διακυβέρνησης ή η προτεραιότητα του εκλογικού συστήματος ως προς το σύστημα διακυβέρνησης δεν δικαιολογείται παρά μόνο από μία διαφορετική ανάγνωση της αγωνίας του Κεντρικού Κράτους να κρατήσει στο περιθώριο την Αυτοδιοίκηση υποβαθμίζοντας την αποτελεσματικότητά της διαμέσου της αποδυνάμωσης του συστήματος λήψης των αποφάσεων, δηλαδή του συστήματος διακυβέρνησης.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Μητέρα των Μεταρρυθμίσεων, η ανακατανομή της εξουσίας μεταξύ επιτελικού κράτους, Περιφερειών και Αυτοδιοίκησης είναι η μεγάλη Αλλαγή. Το σύστημα διακυβέρνησης και το εκλογικό σύστημα μικρή έχουν σημασία όταν η ανακατανομή της εξουσίας δεν συντελείται. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου