Η Πρόταση του Υπουργείου Εσωτερικών για τις αρμοδιότητες και τα διάφορα «μοντέλα» των ΟΤΑ: «Ώδινεν όρος και έτεκεν μυν»

Σχολιάζοντας την Πρόταση της Επιτροπής του άρθρου 5 του ν. 4368/2016 για την Αναθεώρηση του Θεσμικού Πλαισίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης
Μέρος 1ο 

Του Δημήτρη Κατσούλη

Α. «Κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των τριών επιπέδων Διοίκησης. Αναπροσδιορισμός της έννοιας και μεθοδολογικές προϋποθέσεις μιας λυσιτελούς ανακατανομής»

Η Πρόταση της Επιτροπής του άρθρου 4 του ν. 4368/2016, δηλαδή της Επιτροπής που συνέστησε το Υπουργείο Εσωτερικών για να επεξεργαστεί την «Αλλαγή» έως και την «Κατάργηση» του «Καλλικράτη» είναι πράγματι εκτεταμένη και καλύπτει ένα ευρύ φάσμα  θεματικών ενοτήτων. Έως σήμερα δεν έχει τύχει πάντως της συστηματικής αξιολόγησης ιδίως από την πλευρά της Αυτοδιοίκησης. Η άποψη ότι το εγχείρημα δεν αντέχει στην σοβαρή αξιολόγηση δεν είναι εύστοχη κυρίως όταν η «άλλη πλευρά» δεν έχει προτείνει και εκείνη το δικό της σχέδιο μεταρρύθμισης. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, όπως θα αναδείξουμε οι αφετηρίες ή οι προβληματισμοί των δύο πλευρών, της Κυβέρνησης και της Αυτοδιοίκησης όχι μόνο συγκλίνουν αλλά έχουν και κοινό τόπο.
Την Πρόταση της Επιτροπής την αξιολογούμε με κριτήρια το μεταρρυθμιστικό πλαίσιο και τις Τομές Δημοκρατίας που υποδεικνύουμε στα κείμενά μας.
Έχουμε υποστηρίξει ότι:
«Η αποκέντρωση της εξουσίας στο πολιτικό και διοικητικό σύστημα είναι πρωτίστως μεταρρύθμιση που ενισχύει την δημοκρατία και εμπεδώνει την λαϊκή κυριαρχία. Συνεπώς συνδέεται άμεσα με την δημοκρατική νομιμοποίηση των οργάνων που ασκούν τις αρμοδιότητες, με τη συμμετοχή των πολιτών και των κοινωνιών του Δήμου και της Περιφέρειας στην άσκηση της εξουσίας.
Όσο η μεγάλη αυτή μεταρρύθμιση, η «μεταρρύθμιση μητέρα» όλων των επιμέρους, (σύστημα διακυβέρνησης, καταστατική θέση, εποπτεία κ.ο.κ.) δεν σχεδιάζεται με σοβαρότητα και επίγνωση των συνεπειών της, όσο δεν συνδυάζεται με την αποκέντρωση πόρων, ανθρώπινου δυναμικού και λειτουργικών μέσων, όσο δεν σχεδιάζεται και δεν εφαρμόζεται στο σύνολο του διοικητικού συστήματος  η πραγμάτωση της συνταγματικής επιταγής θα είναι ανεκπλήρωτη, η αυτοδιοίκηση θα παραπαίει μεταξύ δήθεν μεταρρυθμίσεων χειραφέτησης  οι οποίες στην πράξη θα οδηγούν σε επιδείνωση της χειραγώγησή της.
Όσο αυτή η συνολική ανακατανομή δεν πραγματώνεται η διελκυστίνδα μεταξύ κεντρικού κράτους και τοπικής αυτοδιοίκησης ως προς τις αρμοδιότητες θα κινείται προς την πλευρά του κεντρικού κράτους και της γραφειοκρατικής «τάξης» των Υπουργείων.
Η κατανομή των αρμοδιοτήτων σε αυτή την ευρεία κλίμακα δεν μπορεί να αποσυνδέεται με την ανακατανομή των πόρων που απαιτούνται για την άσκησή τους. Συνεπώς κρίσιμη φάση μίας μεταρρυθμιστικής διαδικασίας αυτού του περιεχομένου είναι η κοστολόγηση των υπηρεσιών και συνεπώς η ανακατανομή των πόρων ανάλογα με την μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων και των υπηρεσιών σε κεντρικό και αυτοδιοικητικό επίπεδο.
Δεν εννοείται ευρεία αποκέντρωση αρμοδιοτήτων χωρίς την μετακίνηση υπηρεσιών και προσωπικού. Η άσκηση των επιτελικών λειτουργιών στα Υπουργεία απαιτεί λιγότερο και διαφορετικής ποιότητας προσωπικό ενώ αντίθετα η μεταβίβαση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων στους Δήμους και τις Περιφέρειες απαιτεί περισσότερο, καταρχήν, και έμπειρο στην εκτελεστική λειτουργία προσωπικό» (http://tetradioaftodioikisis.blogspot.gr/2017/02/blog-post.html).

Η Πρόταση της Επιτροπής δεν έχει ως αφετηρία ένα συγκεκριμένο στρατηγικό πλαίσιο, όπως αναδεικνύουμε, για την αλλαγή του συγκεντρωτικού κράτους με την οικοδόμηση της Πολυεπίπεδης Πολιτείας που βασίζεται στο Επιτελικό Κράτος, στις Περιφέρειες και τους Δήμους έτσι ώστε να προκρίνεται η δραστική ανακατανομή της δημόσιας εξουσίας μεταξύ αυτών των τριών επιπέδων δημοκρατικής διακυβέρνησης. Γενικότερα ο στρατηγικός στόχος, η κυρίαρχη πολιτική εντολή πάνω στην οποία κλήθηκε να εργαστεί η Επιτροπή δεν είναι σαφής, ορατή και όντως καθόλου «κυρίαρχη». Αντίθετα η Επιτροπή, στο Μέρος 1ο της Πρότασης εστιάζει την προσοχή της στην επανάληψη σεναρίων και ιδεών που έχουν ήδη απασχολήσει τη Διοίκηση και τις προηγούμενες μεταρρυθμιστικές επιλογές και, ιδίως ως προς τις αρμοδιότητες, περιορίζεται στην παράθεση μίας μεθοδολογίας που αναφέρεται σε τεχνικές μετακίνησης διοικητικών αρμοδιοτήτων και διόρθωσης του Καλλικράτη με κριτήρια μάλιστα που θέτει η εμπειρία της διοικητικής λειτουργίας του Υπουργείου Εσωτερικών ενώ δεν φαίνεται να λαμβάνεται υπόψη η αντίστοιχη εμπειρία των ιδίων των Αυτοδιοικητικών που λειτουργούν τον «Καλλικράτη».
Είναι όντως φιλότιμες οι προσπάθειες καταγραφής των αρμοδιοτήτων αλλά δεν είναι βέβαιο ότι και αυτή η καταγραφή δεν θα οδηγήσει στην κατάστρωση διατάξεων απαρίθμησης και αναδιανομής εκτελεστικών αρμοδιοτήτων χωρίς να αγγίζεται το πρόβλημα που είναι η ποιοτική διαφοροποίηση των αρμοδιοτήτων των κεντρικών, επιτελικών δομών διακυβέρνησης και η μεταφορά αρμοδιοτήτων ανώτατης διοίκησης, δηλαδή ολοκληρωμένων αρμοδιοτήτων, στους Δήμους και τις Περιφέρειες.

Σε αυτή την φάση η Επιτροπή δεν έπρεπε να αναλωθεί σε αναζητήσεις μεθόδων και μάλιστα χωρίς να «ανακαλύπτει την πυρίτιδα» έτσι ώστε να απωθεί προς το μέλλον, πότε άραγε;, την νομοθετική αλλά και την επιχειρησιακή κατάστρωση του αποτελέσματος στο οποίο θα οδηγήσει η προτεινόμενη μεθοδολογία. Αντιθέτως στην Πρότασή της περιμέναμε να καταγράψει το στρατηγικό πλαίσιο των επιλογών προσδιορίζοντας σε γενικές γραμμές τις κύριες αρμοδιότητες ανά δημόσια πολιτική και εν συνεχεία την κατανομή τους μεταξύ των Δήμων, των Περιφερειών και του Κεντρικού Κράτους. Στα Υπουργεία παραμένει ο επιτελικός σχεδιασμός των δημοσίων πολιτικών και οι άλλες κύριες αρμοδιότητες υλοποίησης, με κριτήρια τις αρχές της εγγύτητας και της επικουρικότητας, να κατανεμηθούν στις Περιφέρειες και τους Δήμους. Προφανώς δεν είχε την πολιτική εντολή να επιχειρήσει κάτι τέτοιο. Αυτό είναι το μείζον ζήτημα.
Εξάλλου, δεν θα περίμενε κανείς από μία Επιτροπή του Υπουργείου Εσωτερικών, και μάλιστα χωρίς σαφή πολιτική εντολή από την Ηγεσία για την ριζική ανακατανομή της δημόσιας εξουσίας στο πλαίσιο μίας Πολυεπίπεδης Δημοκρατικής Διακυβέρνησης, να καταλήξει σε κάτι διαφορετικό από αυτό που προτείνει.
Δεν ήταν άλλωστε υπόθεση της Επιτροπής να ξεκαθαρίσει το ζήτημα των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων. Αυτό όφειλε να το θέσει ως προαπαιτούμενο η Πολιτική Ηγεσία. Υποστηρίζουμε ότι στο σύστημα της Πολυεπίπεδης Δημοκρατικής Διακυβέρνησης δεν έχουν θέση οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις. Η λειτουργία τους είτε με την προηγούμενη μορφή είτε με την σημερινή, δηλαδή χωρίς πολιτικό προϊστάμενο, αποτελεί τροχοπέδη για την αποκέντρωση προς τους πολίτες, δηλαδή την Αποκέντρωση προς την Αυτοδιοίκηση. Η κατάργησή τους δεν είναι όμως συνυφασμένη με την κουλτούρα των στελεχών του Υπουργείου Εσωτερικών. Δεν είναι τυχαία ούτε η διαρκής παραπομπή του «Ελεγκτή Νομιμότητας» στις καλένδες ούτε η διαρκής αναβάθμισή τους ως ιμάντων χειραγώγησης των Δήμων και των Περιφερειών. Όσο υφίστανται οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις κανένα νομικό πλαίσιο αποκέντρωσης αρμοδιοτήτων προς την Αυτοδιοίκηση δεν θα εφαρμοστεί. Η περίπτωση της μη υλοποίησης στην πράξη κρίσιμων νομοθετικών επιλογών του Καλλικράτη αναφορικά με τις αρμοδιότητες επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.
Έτσι όλη η αναζήτηση περί αρμοδιοτήτων καταλήγει στη διαπίστωση της Επιτροπής ότι: «ο προσδιορισμός, σύμφωνα με την ανωτέρω διαδικασία και τις προπαρατεθείσες μεθοδολογικές παραδοχές, της κύριας αρμοδιότητας ανά πεδίο (ή υποπεδίο, όπου είναι απαραίτητο) πολιτικής, θα επιτρέψει μία εναργή θεώρηση και πρόκριση του ενδεδειγμένου επιπέδου διοίκησης (Κεντρική – Αποκεντρωμένη – ΟΤΑ α’ βαθμού – ΟΤΑ β’ βαθμού), στο οποίο αυτή προσήκει και από το οποίο αυτή θα μπορεί να ασκηθεί με τους καλύτερους όρους. Κατά την επιλογή αυτή, πέρα από τα δεδομένα που θα έχουν προκύψει από την ίδια τη διαδικασία της ομαδοποίησης των επιμέρους αρμοδιοτήτων και διαδικασιών και της ανάδειξης της κύριας αρμοδιότητας, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι, θεμελιώδεις για την καταστατική θέση και το θεσμικό ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αρχές της επικουρικότητας και της εγγύτητας και, συναφώς, οι βασικές πολιτικές επιλογές για τη λειτουργία που καλούνται να επιτελέσουν οι Δήμοι και οι Περιφέρειες, στο πλαίσιο ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους, που θα διασφαλίζει τη χρηστή διοίκηση και θα ευνοεί μία ισόρροπη και κοινωνικά δίκαιη οικονομική ανάπτυξη.»
Επισημαίνει μάλιστα ότι η «προτυποποίηση των διαδικασιών» θα έρθει στη συνέχεια να αναδείξει τις υπηρεσιακές ανάγκες αλλά δεν αναφέρει λέξη για την «ταμπακιέρα», δηλαδή την παράλληλη μεταφορά των πόρων και του προσωπικού που είναι αναγκαίο για την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων στο επίπεδο που ανήκουν.

Β. Διοικητική Υποστήριξη
Η διοικητική υποστήριξη των Δήμων που δεν έχουν δικές τους Υπηρεσίες απασχολεί την Επιτροπή ενώ αυτή διαπραγματευόμενη τη διανομή των αρμοδιοτήτων ήταν υποχρεωμένη προηγουμένως να προσδιορίσει τόσο το περιεχόμενο όσο και το επίπεδο άσκησης των αρμοδιοτήτων σε κάθε βαθμό Αυτοδιοίκησης και εν συνεχεία -εφόσον διαπίστωνε ότι η Πρότασή της δεν θα κάλυπτε πλήρως τις ανάγκες ανασχεδιασμού των αρμοδιοτήτων σε συνδυασμό με την πολυδιαφημισμένη διάκριση των διαφορετικών μοντέλων Δήμων- να παράθετε την αξιολόγηση των συστημάτων διοικητικής υποστήριξης. Επειδή όμως δεν είχε ούτε την εντολή ούτε την πρόθεση να εργαστεί με αυτή την μέθοδο αφέθηκε στην αξιολόγηση ρυθμίσεων του Καλλικράτη όπως η διοικητική υποστήριξη η οποία μάλιστα για τον νομοθέτη του 3852/2010 είχε ορίζοντα διάρκειας την ολοκλήρωση της αποκέντρωσης των αρμοδιοτήτων και την ανάπτυξη ιδίων υπηρεσιών από τους διευρυμένους Δήμους.
Υπό την μορφή παραδείγματος η Επιτροπή επιχειρεί να εξειδικεύσει την Πρόταση της, αποκαλύπτοντας όντως τη νοοτροπία που διέπει την προσέγγισή της. Διαπιστώνει το ιστορικά αυτονόητο, το οποίο πάντως και αυτό στην πράξη αμφισβητείται στην χώρα μας, ότι η κοινωνική πολιτική τουλάχιστον υπό την μορφή παροχής κοινωνικών υπηρεσιών ανήκει στους Δήμους. Αυτό όμως είναι  το ελάχιστο δεδομένο του ευρωπαϊκού αυτοδιοικητικού κεκτημένου. Το ότι η πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση δεν το έχει αξιολογήσει σοβαρά αυτό είναι ζήτημα άλλης ανάλυσης.
Εν συνεχεία, αμφισβητεί την αρμοδιότητα για τα πολεοδομικά θέματα και μάλλον φαίνεται να προκρίνει την μεταφορά της στην Περιφέρεια.
Τέλος διαπιστώνει την ανάγκη αναβίωσης των παλαιών ΤΥΔΚ οι οποίες ορθώς καταργήθηκαν με τον Καλλικράτη παρά την αγωνιώδη επιμονή των υπαλλήλων τους να διατηρηθούν, διότι απλώς δεν είχαν λόγο ύπαρξης αφού η ίδρυση των διευρυμένων Δήμων συνεπάγεται τη συγκρότηση Τεχνικών Υπηρεσιών, ως ελάχιστη προϋπόθεση για την βιωσιμότητά τους. Η διαδημοτική συνεργασία μεταξύ Δήμων που έχουν διαφορετικό βαθμό ανάπτυξης των υπηρεσιών τους είναι ζήτημα που αναφέρεται στην δική τους πρωτοβουλία και θεμελιώνεται στη διοικητική τους αυτοτέλεια. Δεν μπορεί να συνεχίζει, σήμερα, το κεντρικό κράτος να αντιλαμβάνεται τη διαδημοτική συνεργασία ως αντικείμενο της δικής του πρωτοβουλίας.
Από τα παραδείγματα που θέτει η Επιτροπή αποδεικνύεται η εμβέλεια  της μεταρρυθμιστικής της ενάργειας αλλά και τα όρια των προσδοκιών που γεννά το έργο της.
Εν κατακλείδι, ως προς τις αρμοδιότητες η Πρόταση της Επιτροπής του Υπουργείου Εσωτερικών δεν ικανοποιεί το πρωταρχικό κριτήριο της μεταρρύθμισης που είναι αναγκαία για την ανακατανομή της εξουσίας σε ένα νέο πολιτικό και διοικητικό σύστημα Πολυεπίπεδης Δημοκρατικής Διακυβέρνησης. Συνεπώς δεν απαντά στον σκληρό πυρήνα του πολιτικού και διοικητικού προβλήματος της χώρας η οποία είναι το πιο συγκεντρωτικό Κράτος της Ευρώπης όχι τόσο σε επίπεδο δομών όσο σε επίπεδο θεσμικού πολιτισμού και πολιτικοδιοικητικής ιδεολογίας.

Γ. Η διάκριση των Δήμων με βάση γεωγραφικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες

Εξίσου φιλόδοξη υπήρξε και η πρόθεση να διακριθούν οι Δήμοι με κριτήριο της γεωγραφικές και  «κοινωνικές» ιδιαιτερότητες. Η διάκριση αυτή περιορίζεται πάντως στους νησιώτικους, τους ορεινούς Δήμους και τις μητροπολιτικές περιοχές.
Όπως και στο προηγούμενο κεφάλαιο, αλλά και σε επόμενες σελίδες της Πρότασης, «ώδινεν όρος και έτεκεν μυν».
Πράγματι, στο ελληνικό δίκαιο της Αυτοδιοίκησης οι κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας αλλά και το κανονιστικό πλαίσιο των αρμοδιοτήτων είναι κατά βάση ενιαίο ανεξαρτήτως της μορφής του Δήμου. Ο ν.3852/2010 επιχείρησε να διακρίνει ως προς τις αρμοδιότητες τους νησιωτικούς Δήμους πλην όμως οι επιπλέον αρμοδιότητες παρέμειναν γράμμα κενό. Επίσης όρισε και 34 Δήμους με πληθυσμό κάτω των 10.000 κατοίκων ως «ορεινούς» με κύριο σκοπό να δικαιολογήσει την μη συνένωσή τους με άλλους. Στο κριτήριο της ορεινότητας εμπίπτουν παρά πολλοί Δήμοι της ηπειρωτικής χώρας και ακόμη περισσότεροι έχουν δημοτικές ενότητες με χαρακτηριστικά ορεινότητας. Εάν δε λάβουμε υπόψη τα κριτήρια που θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τον χαρακτήρα των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών τότε η ευρύτατη πλειοψηφία των Δήμων της χώρας εντάσσεται στα κριτήρια αυτά.
Για να εξηγούμαστε:
Η διάκριση των Δήμων με βάση γεωμορφολογικές, χωροταξικές και δημογραφικές ιδιαιτερότητες πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τον νομοθέτη αλλά και από τον σχεδιαστή των μεταρρυθμίσεων. Η διάκριση αποκτά μεγαλύτερη σημασία ενόψει της συγκρότησης των εκτεταμένων Δήμων και των ιδιαίτερων συνθηκών που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την αποκέντρωση της εξουσίας προς την πρωτοβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση. Δεν είναι όμως το πεδίον αυτό ευκαιρία για περιορισμό των αρμοδιοτήτων ή για υπαγωγή σε συστήματα υπερκείμενης εποπτείας.
Μετά τη συγκρότηση των 325 Δήμων του ν. 3852/1010 αυτοί διακρίνονται με βάση τα γεωμορφολογικά κριτήρια ως εξής:
•             Δήμοι με οιωνεί μητροπολιτικό χαρακτήρα, δηλαδή με μία πόλη άνω των 100.000 κατοίκων και το ευρύτερη λειτουργική περιοχή της.
•             Δήμοι με μεγάλο αστικό κέντρο και μικρότερα αστικά κέντρα ή οικισμούς
•             Δήμοι με μεσαίο αστικό κέντρο και οικισμούς
•             Δήμοι με μικρά αστικά κέντρα και οικισμούς.
•             Νησιώτικοι Δήμοι, δηλαδή δήμοι που αντιστοιχούν σε ένα νησί ή σε ομάδα νησιών
•             Μικροί ορεινοί Δήμοι
•             Δήμοι των δύο μητροπολιτικών περιοχών.

Οι παραπάνω κατηγορίες Δήμων πέραν των κοινών χαρακτηριστικών διακρίνονται από ιδιαιτερότητες οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τόσο στην οργάνωση των υπηρεσιών τους όσο και στην οργάνωση του συστήματος διακυβέρνησης, στο πλαίσιο όμως της καταστατικής αυτονομίας την οποία προτείνουμε, δηλαδή του δικαιώματος να προσαρμόζουν την οργάνωση και τη λειτουργία τους στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και στις ανάγκες τους. Η αντίληψη της καταστατικής αυτονομίας δεν είναι άγνωστη στην ευρωπαϊκή αυτοδιοίκηση είναι όμως αδιανόητη αντίληψη για το συγκεντρωτικό ελληνικό πολιτικό και διοικητικό σύστημα. 
Ως προς το περιεχόμενο των αρμοδιοτήτων μόνο η κατηγορία των Δήμων στις δύο μητροπολιτικές περιοχές Αθήνας και Θεσσαλονίκης μπορεί και πρέπει να διαφοροποιείται.
 Σε όλες τις άλλες κατηγορίες το ζήτημα που τίθεται είναι η οργάνωση των υπηρεσιών αλλά και η ανάπτυξη σε ορισμένες περιπτώσεις, οι οποίες θα προκύψουν με πρωτοβουλία των ιδίων των Δήμων, διαδημοτικών συνεργασιών.
Στους νησιώτικους Δήμους αναδεικνύονται ζητήματα και διαβαθμιδικής συνεργασίας αλλά και αυτά πρέπει να ρυθμίζονται από την πρωτοβουλία των Δήμων και των αντίστοιχων Περιφερειών χωρίς την ανάγκη νομοθετικών ρυθμίσεων ή την υπαγωγή στην έγκριση των Υπουργείων.
Η πρότασή μας αυτή απέχει πάντως από την αντίληψη που κυριαρχεί στο Κεντρικό Κράτος και αποτυπώνεται στην Πρόταση της Επιτροπής του Υπουργείου Εσωτερικών. Η τελευταία όμως έτσι και αλλιώς δεν φαίνεται ότι επεξεργάστηκε μία εξειδικευμένη λύση αλλά απλώς επαναλαμβάνει τα υφιστάμενα.
Αποκορύφωμα της αμηχανίας της Επιτροπής μπροστά στην αδυναμία να αναζητήσει νέες μορφές οργάνωσης είναι και η Πρότασή της για τη διοίκηση των μητροπολιτικών περιοχών. Αφού διατρέχει την σχετική βιβλιογραφία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι  «Ουσιαστικά, προτείνεται η «ισχυροποίηση» του ήδη διαμορφωμένου πλαισίου σχετικά με τη λειτουργία της Περιφέρειας (Αττικής και Θεσσαλονίκης) ως Μητροπολιτικού Φορέα, με την παράλληλη ενίσχυση των μορφών συνεργασίας ανάμεσα στους φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς και τους κεντρικούς φορείς».
Με άλλα λόγια η Επιτροπή αποδέχεται ως επιτυχημένο το μοντέλο μητροπολιτικής διοίκησης που κατέστρωσε ο ν. 3852/2010 χωρίς να προχωρά περαιτέρω στην ανασυγκρότησή του. Η εφαρμογή όμως ενός άλλου συστήματος κατανομής αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο της Πολυεπίπεδης Δημοκρατικής Διακυβέρνησης αναδεικνύει θέματα αναδιανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των «Μητροπολιτικών Περιφερειών» και των «Μητροπολιτικών Δήμων» όπου οι τελευταίοι ενδείκνυται να είναι αποδέκτες διαφοροποιημένων αρμοδιοτήτων σε σχέση με τους λοιπούς Δήμους της χώρας προς όφελος των Μητροπολιτικών Περιφερειών. Ουσιαστικά στις δύο μητροπολιτικές περιοχές της χώρας, στην Αττική και την Θεσσαλονίκη προτείνουμε την κατάστρωση ειδικού καθεστώτος Αυτοδιοίκησης με Περιφέρειες Ειδικού Καθεστώτος και Δήμους Ειδικού Καθεστώτος. Σε κάθε περίπτωση πάντως οι μητροπολιτικές λειτουργίες δεν θα ανήκουν στην σφαίρα των αρμοδιοτήτων του Κεντρικού Κράτους.

Συμπέρασμα
Ως προς τις μεταρρυθμίσεις που προτείνει η Επιτροπή του άρθρου 5 του ν. 4368/2016 στο πρώτο μέρος της Πρότασή της σχετικά με τις Αρμοδιότητες και την «μοντελοποίηση» των ΟΤΑ η προαναφερόμενη αρχαία ρήση «ώδινεν όρος και έτεκεν μυν» διατυπώνει αυθεντικά την αξιολόγησή της.

Η Πρόταση της Επιτροπής απέχει «παρασάγγας» από την ριζική μεταρρυθμιστική τομή που είναι το κλειδί για την συγκρότηση της Πολυεπίπεδης Δημοκρατικής Διακυβέρνησης και τη συνακόλουθη ανακατανομή της δημόσιας εξουσίας ανάμεσα στα Υπουργεία που έχουν επιτελικές αρμοδιότητες και τις Περιφέρειες και τους Δήμους που ασκούν την υλοποίηση των δημοσίων πολιτικών. Η ανακατανομή της εξουσίας σημαίνει αυτομάτως αποκέντρωση των πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού, σημαίνει ανατροπή του συγκεντρωτικού και υδροκέφαλου κράτους και αποτελεί την μοναδική προοδευτική διέξοδο για την συγκρότηση μίας νέας σύγχρονης Πολιτείας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου